- κατεσκεύασται
- κατασκευάζωequipperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένηχος — ἔνηχος, ον (AM) [ήχος] (για πρόσ.) γνώστης, έμπειρος, ειδήμων μσν. αυτός που φαίνεται πως ηχεί στη μνήμη ή στην ακοή, έχει καθαρό ακουστικό ερεθισμό, ο έναυλος αρχ. 1. αυτός που παράγει ήχο, ψίθυρο, φλοίσβο («ἔνηχα ὕδατα», Φιλόστρ.) 2. (για… … Dictionary of Greek
κατεσκεύασθ' — κατεσκεύαστο , κατασκευάζω equip plup ind mp 3rd sg κατεσκεύασται , κατασκευάζω equip perf ind mp 3rd sg κατεσκεύασθε , κατασκευάζω equip plup ind mp 2nd pl κατεσκεύασθε , κατασκευάζω equip perf imperat mp 2nd pl κατεσκεύασθε , κατασκευάζω equip… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεσκεύαστ' — κατεσκεύαστο , κατασκευάζω equip plup ind mp 3rd sg κατεσκεύασται , κατασκευάζω equip perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)